- κληρωτί
- κληρ-ωτί or [suff] κληρ-ωτεί, Adv.A by lot, LXX Jo.21.4, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κληρωτί — και κληρωτεί (Α) επίρρ. με κλήρο, με λαχνό («ἀπὸ φυλῆς Βενιαμὶν κληρωτὶ πόλεις δεκατρεῑς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτός] … Dictionary of Greek